Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

 

 

ΤΑΞΕΙΔΙ

Σ’ ένα φυλακιο ξεχασμενο.

σε μια ερημια.

σ’ένα χρονο τελειωμενο.

εφτασε ένα μηνυμα μεσα  στα  πνευματα  του  ανεμου.απροσμενο και χαρουμενο.

καποιος τριγυρνουσε εκει εξω.

μες τις ατελειωτες ξαστεριες και τα μεγαλα κρυα.

αναψα τα φωτα,ετριψα τα χερια μου να ζεσταθουν και χαιρετισα.

απαντησε.ενα κοριτσι.

το ονομα της ηταν αρχαιο.πρωταρχικο.

μιλησαμε κι ειπε πραγματα που χρονια ειχα χαμενα.στεγνωσε η φωνη μου.νομιζα πως όλοι από εκεινο το ταγμα ειχαν χαθει… … …

Καθως μιλουσαμε θυμησες γυριζαν κι εκλαψα.θυμηθηκα τους συντροφους  που χαθηκαν στις στροφες του δρομου.θυμηθηκα καποια που δεν προλαβα ν’αγαπησω κι εκλαψα ξανα.καθως μου μιλαγε εβλεπα λιμνες βαθιες στα ματια της και φωτια μες στην καρδια της.εκλαψα ξανα.και την ενιωσα συντροφο Και ταξιδιωτη αγαπημενο μεσα στου χρονου τους κυκλους τους τρελλους… …

Χαθηκα τοτε κι ονειρευτηκα…

Ηθελα ηλιους να δω στα ματια της κι ανεμους να χαιδευουν τα μαλλια της…

Πηρα την πιο ακριβη μου αποσκευη.ενα μικρο κουτι μ’ένα στολιδι.το μονο που μου εχει απομεινει από Εκεινη.διαβηκα τις διαστασεις κι εφτασα κοντα της.

την αγγιξα στον ωμο και γυρισε. ΑΣ ΦΥΓΟΥΜΕ…ΠΑΡΕ ΜΟΝΟ ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ…

πηρε ένα τετραδιο κι ένα κουτι σε σχημα καρδιας.

δεν μπορουσα να της πω όχι.

ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΜΕ;ΠΩΣ ΘΑ ΦΥΓΟΥΜΕ;

Ηξερα κατω στο λιμανι ένα σκαφος ετοιμο να φυγει.ηταν η τρικαταρτη σκουνα του καπεταν-Ανδρεα.Ο Αγιος Σωζων…

Στην αρχη ημασταν μονο δυο.καθως κατεβαιναμε στον μωλο βρηκαμε ένα σκυλο.μας ειπε πως τον λεγαν Αργο κι εψαχνε τ’αφεντικο του πολλές χιλιαδες χρονια τωρα σ’ολες τις θαλασσες του κοσμου.τον πηραμε μαζι.ανεβηκαμε  στο σκαφος κι ετοιμασαμε αποπλου.την ωρα που λυναμε πηδηξε στο καταστρωμα ενας μαυρος.μας ειπε πως τον λεγανε Γουιλ κι ήταν θερμαστης.αφου όμως ημασταν ιστιοφορο ερχοτανε και μαγειρας.το κοριτσι του ειπε να μεινει…

Σαλπαραμε με την αυγη.κρατησαμε την πορεια για τις νοτιες θαλασσες που ειχε φτιαξει ο παλιος ο  καπετανιος.ετσι γινηκαμε πειρατες…

Μας πηρε μηνες το ταξειδι.οπου πιαναμε λιμανι για εφοδια παιρναμε κι αλλους μαζι.ηρθαν φανταροι που δεν ειχαν πια οπλα…παιδια που δεν μεγαλωσαν ποτε…ιερεις χωρις πιστη και Θεο,τρελλοι που δεν τους δεχονταν στο ασυλο…αχρωματοπτικοι ζωγραφοι…ποιητες με σπασμενα μολυβια… αυτοχειρες που αποτυχαν…ηρωες χωρις μεταλλια…ερωτευμενοι που δεν τους αγαπησαν ποτε…ναυτες που εχασαν τον ηλιο και προσαραξαν…ιπποτες που μπερδευαν τους ανεμομυλους με γιγαντες…δρακοι που η φλογισμενη ανασα τους ειχε παγωσει…

Το ονομα του καραβιου τ’αλλαξαμε.το ειπαμε ΚΥΚΝΟ.γιατι σαν κυκνος εμοιαζε με τα λευκα πανια του.κι αυτά τα αλλαξαμε,τα καναμε πολυχρωμα γιατι ετσι μας αρεσε καλυτερα.γυαλισαμε τα μπρουτζινα κι αστραφτανε στον ηλιο.νερο πιναμε απ’την βροχη και φαγητό μας χαριζε η θαλασσα. Περνωντας  από Ινδια αγορασαμε μεταξωτα και τυλιγομασταν μ’αυτά σαν να φορουσαμε σαρι…Τα μεσημερια αραζαμε στην σκια των πανιων και αφηναμε τους ανεμους να μας δροσιζουν.τα βραδια μαζευομασταν στη γεφυρα.το κοριτσι μας διαβαζε απ’το τετραδιο κι όλοι σωπαιναν.τ’αστρα μας φεγγανε και μας φιλουσαν.καποια πρωινα ο Αργος ξαναγινοτανε κουταβι κι αρχιζε τις σκανταλιες.το κοριτσι τον εβλεπε και γελαγε.εκεινες τις μερες όλοι ελεγαν καλημερα δυο φορες.γιατι οι μερες αυτές αστραφταν

Καποτε φτασαμε στις θαλασσες εκεινες της  αιωνιας  ισημεριας.κι αρχισαμε την βολτα μας χωρις σκοπο.με μια χαρα μεγαλη.με μια αμεριμνησια που εμοιαζε μ’εκεινη των μελτεμιων…

Το κοριτσι σκαρφαλωνε ψηλα  στα  ξαρτια κι εδειχνε κοπαδια με πουλια.Στριβαμε τοτε το τιμονι να τ’ακολουθησουμε.παντα τα χαναμε και ροτα δεν κραταγαμε.

Συναντησαμε κι άλλη μια σκουνα.γυριζε από ταξειδι στον ανταρκτικο.ιδιοκτητης ενας σεβασμιος  ασπρομαλης  που τον ελεγαν Ιουλιο και μεσα στο μυαλο του ειχε φτιαξει χιλιαδες μηχανες που άλλος κανεις δεν ειχε σκεφτει.μαζι του ταξιδευε ο Αρθουρος Γκορντον  Πυμ .μου χαρισε ένα βιβλιο «20 χιλιαδες λευγες κατω από την Θαλασσα» και μου εγραψε  σαν αφιερωση  πως ο πλοιαρχος Νεμο κι ο Ναυτιλος ακομα ταξιδευουν γυρευοντας μαργαριταρια μεγαλα σαν μπαλα ποδοσφαιρου…

Από νησακι σε νησακι βρισκαμε ναυαγους και ταξιδιωτες ξεχασμενους.βρηκαμε έναν  που τον λεγαν Μπομπ κι ειχε μαζι του μια κιθαρα.αρχισε να παιζει για τον ανεμο.κι ετσι είχαμε και μουσικη.δεν εμεινε πολύ.μας αφησε όμως την κιθαρα του και το κοριτσι αρχισε κι εκεινο να παιζει.

Σε μια σταση να παρουμε νερο ανεβηκε ενας μαυροντυμενος Γαλλος που τον λεγαν Καρολο κι ολες τις ωρες τις περνουσε στα ρελια κοιταζοντας τα αλμπατρος που μας συνοδευαν  τιμητικα…

Σε δυο απεναντι νησια βρηκαμε δυο.μια δεσποινιδα που μας συστηθηκε Μαρια κι αιμα λεκιαζε τα χειλη της όταν εβηχε.ο άλλος λεγοταν Κωστας κι ειχε πυροβολησει την καρδια του.επιτελους τους φεραμε κοντα.εκεινη του’πε ποσο τον αγαπησε κι εκεινος πως σκοτωθηκε για ‘κεινη.

Με την εξουσια του πλοιαρχου εκανα  αυτό  που από χρονια ειχαν ευχηθει  ολοι οσοι τους αγαπουσαν.τους παντρεψα για να μην είναι ποτε πια μονοι.η Μαρια τοτε γελασε μετά από χρονια πολλα κι ο Κωστας  χαμογελασε.πραγμα σπανιο για εκεινον.τους αφησαμε σ’ένα κοντινο νησι γιατι άλλο δεν τους ειμαστε  πια χρησιμοι.για δωρο φευγοντας ο Κωστας μας χαρισε μια μπαλαντα που μιλαγε για καποιους αδοξους ποιητες και την τραγικη τους μοιρα και η Μαρια ένα ποιημα που ελεγε για μια μεγαλη αγαπη…

Μερικες μερες αργοτερα βρηκαμε έναν γεροντα από την Αλεξανδρεια που λεγοταν Κωνσταντινος.εκεινος μας εμαθε πως ο Ερωτας μπορει ναναι ειτε αγορι ειτε κοριτσι αλλα είναι παντα ανθρωπος.

Βρηκαμε και καποια  που την λεγαν Κατερινα και πιστευε πως μονο μαυρα πουλια υπαρχουν  στον κοσμο.ταξιδευοντας μαζι μας πειστηκε πως υπαρχουν και λευκα.δεν εμεινε πολύ  μα την αγαπησαμε τοσο…

Μερες  αργοτερα ανεβασαμε έναν που  ειχε κομενο αυτι και τον λεγαν  Βινσεντ. ήταν ζωγραφος.ειχε ζησει σ’αυτά τα μερη  και μας εφτιαξε χρυσανθεμα σε χρωματα απιστευτα για να στολισουμε τα ιστια μας.εφυγε γρηγορα γιατι τον περιμεναν κοπελες με πολυχρωμα παρεο και δεν ηθελε ν’αργησει.

Μια μερα ένα κοπαδι  φαλαινες  μας  πλησιασε.μια τεραστια λευκη μας  πλησιασε και μας κοιταξε από κοντα.με μια φωνη  χαοτικη μας ρωτησε αν ο Αχαμπ είναι μαζι μας.οχι της απαντησαμε.εμεις δεν ειμαστε φαλαινοθηρες.αρχισε να γελαει τρανταχτα… «τοτε  τι γυρευετε  σ’αυτές  τις  θαλασσες;»…φυσηξε  δυνατα  και γεμισε το καταστρωμα νερο…χτυπησε την ουρα της και βουτηξε…μεσα από το νερο ακουστηκε ξανα ,σαν σφυριγμα ,σαν τραγουδι περιπαικτικο  «παντα στον ωκεανο,ελευθερος…»

Καναμε γλεντια .πιναμε ποτα.και χορευαμε βηματα χωρις χορους…αλλοτε ρυθμικα και γρηγορα κι αλλοτε αργα και κουρασμενα.ποτε στροβιλιζομασταν σαν δερβισιδες κι αλλοτε ξαπλωναμε κι απλα κουναγαμε τα δαχτυλα των ποδιων.

Καπου καπου ριχναμε αγκυρα κοντα στην στερια.ακουγαμε το κυμα να σπαει στον υφαλο κι έναν αχο από μακρια,τους ιθαγενεις να παιζουν τα οργανα τους.

Αλλοτε παλι σαν πεφταμε στην μπουνατσα κι η νηνεμια αδειαζε τα πανια μας τ’αφηναμε ξυλαρμενο.κι αν η νυχτα ηταν αφεγγαρη,σκοτεινη αλλα γεματη αστρα μαζευομαστε ολοι στο καταστρωμα…απο τ’ αμπαρι ανεβαζαμε κουτια καλα κλεισμενα .στεγανα.τ’ανοιγαμε και βγαζαμε τους θησαυρους μας.οτι μαζεψαμε κουρσαροι απροσκυνητοι μια ολοκληρη ζωη.βιβλια παλια σ’ολες τις γλωσσες του  κοσμου.στο φθαρμενο δερμα των εξωφυλλων ονοματα γραμμενα με χρυσο μελανι.ενας γερος τυφλος από την Χιο,οι αρχαιοι τραγικοι,ενας Βικτωρ,ενας Λεων,ενας Εντγκαρ…κι αλλοι,κι αλλοι…τα τακτοποιουσαμε σε κυκλο και καθομασταν μεσα…στο κεντρο βαζαμε  ένα βιβλιο που ηταν το πιο μεγαλο από όλα…χωρις ονομα εξω…μονο στο πρωτο φυλλο εγραφε ΑΔΟΞΟΙ…

Τ’ανοιγαμε όλα με μιας και πιδακες φωτος,σαν από τεραστιους προβολεις,ακοντιζοντουσαν στον ουρανο…κι ηταν τα χρωματα πολλα και μεναμε εκστατικοι και θαμπωμενοι.μας ελουζε το φως.πανεμορφο.ζεστο.ανεσπερο…

Τοτε γινοτανε το θαυμα.ο ουρανος φωτιζονταν.αλλαζαν θεση και σχημα οι αστερισμοι.δεν ηταν πια οι ηρωες,τα ζωα και τα σχεδια που ορισαν οι Αρχαιοι.τ’αστρα,τα νεφελωματα,οι κομητες ,εφτιαχναν καινουρια σχεδια….μορφες προβαλαν στο στερεωμα…σοφων γεροντων με λευκα μαλλια και γενια.γενναιων ανδρων και γυναικων ομορφων σαν τις ανατολες του ηλιου.παιδιων αγαπημενων της Δοξας και του Μεγαλειου.Αρχοντες Ευγενικοι του γενους των ανθρωπων.της Αθανασιας διαλεχτοι…της Ειρηνης  και  της  Αγαπης πολεμιστες ατρομητοι .ολοι αυτοι που γεμιζαν με την ψυχη τους τον θησαυρο μας.

Κι εμεις αφωνοι τους βλεπαμε να μας χαμογελουν κι αφοβοι το μονοπατι του χρονου να διαβαινουν αφθαρτοι κι αστραφτεροι….σαν βρεφη απλωναμε τα χερια…

Ετσι περνουσανε οι μερες.τελειωνε το καλοκαιρι.ο ηλιος μας ειχε κανει χρυσους.οι ψυχες μας ειχαν ξαλαφρωσει κι όλοι είχαμε γαλαζια ματια πια.

Η νοσταλγια όμως αρχιζε να τους νικαει ολους.αρχισαν να ξεμπαρκαρουν ενας ενας ‘η σε ζευγαρια.

Προτελευταιος εφυγε ο Αργος μαζι με τον γεροντα Κωνσταντινο.φευγοντας ειπε,εγω είμαι από την Ιθακη ,αυτος την ψαχνει μπορει να τα καταφερουμε.

Το κοριτσι εκοβε βολτες στα ξαρτια.ο μαυρος μαγειρας μονολογησε.κι αυτή θα φυγει.κουνησα το κεφαλι.

Πρεπει να γυρισει πισω ομως.να τους πει πως δεν χαθηκαμε.ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΝΑΥΑΓΟΙ.απλα γουσταρουμε….αυτο το μπαρκο είναι η ζωη μας………

Αθορυβα ειχε φτασει διπλα μας,ξυπολυτη πατουσε στην κουβερτα.ΘΑ ΦΥΓΩ.ειπε.και πηγε να παρει τα πραγματα της.ειχε πιο πολλα απ’όταν ηρθε.γιατι όλοι την αγαπησαν και της χαριζαν πραγματα.αλλοι κοχυλια, αλλοι βραχιολια φτιαγμενα στο χερι,αλλοι χαρτια με λογια.

Εγω της εδωσα ένα χαρτι.<το καλοκαιρι στον ΣΚΟΡΠΙΟ ο κοκκινος Ανταρης,τον χειμωνα στον ΟΡΙΩΝΑ ο κοκκινος Μπετελγκεζ ,τα  ματια  μου  θα  ψαχνουν  την  ματια  σου>.διαλεξα κοκκινα αστρα γιατι είναι λιγα και γιγαντια. την βοηθησα ν’ανεβει στην σκαλα.

Εφυγε …..κοντευοντας να βγει από το λιμανι,σταθηκε, γυρισε να κοιταξει ,μας  χαιδεψε  με  τα  ματια  της,κουνησε το χερι και μας εστειλε φιλια…σμηνη λευκων πουλιων μας κυκλωσαν…

Καθισαμε λιγο στα ρελια με τον Γουιλ.αμιλητοι.ηπιαμε δυο τσιγαρα και λυσαμε.ανοιξαμε τα πανια που ειχαν χασει τα πολλα τους χρωματα κι ειχαν γινει λευκα ξανα.βγηκαμε στ’ανοιχτα.στο μεσον του υπεροχου Ωκεανου πλεοντας  με πληρη ιστιοφορια,γεματοι ανεμο,πηραμε την εφαπτομενη κι εξακοντιστηκαμε περα από τα συννεφα.ψηλα.αναμεσα στ’ αστρα.στ’ αστροφωτιστα διαστηματα.δεν θα μας βρουνε ευκολα ξανα…

Μονο σαν παιζουμε μουσικες ,αναμεσα στις βροντες τις καταιγιδας, μπορει κανεις κατι ν’ακουσει…ένα ψιθυρο σαν τον ηχο του ανεμου που ανασαινει  στα ξαρτια…έναν ψιθυρο σαν τα λογια της αγκαλιας στο αυτι της αγαπημενης…

Και καμμια φορα,όταν καποιος βλεπει γραμμες να διασχιζουν το στερεωμα και νομιζει πως βλεπει μετεωρα,τ’απονερα της πλωρης μας θα βλεπει….

Μονο εκεινη μπορει να μας βρει……..

Μ’ένα των ματιων  της ανοιγοκλεισμα…

Αλλιως ποιος θα ψαξει μια σκουνα που εχει σαλπαρει από καιρο κι εχει πληρωμα χωρις ονομα πια;……….

 

 

Αυγουστος 09..ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ Ο ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ “ΠΥΡΣΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΤΑΤΟΥ ΦΑΡΟΔΕΙΚΤΟΥ»

Το  ποιημα ειναι απαγγελια.

Το σημειο με τις μορφες στον ουρανο γεννηθηκε μεσα μου από την δημιουργια «περα από την ακρη της αβυσσου»του Σαββα(εκπτωτος)και μια σημειωση  του σε μια δημιουργια του ΓιαννηΚ στις 4/10/09 στο στιχοι.ινφο..

Είναι αφιερωμενο στην φιλη μου με το αρχαιο,πρωταρχικο ονομα.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

ΧΡΟΝΟΣ


Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ
ΠΟΛΥ ΑΡΓΟΣ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ
ΠΟΛΥ ΓΡΗΓΟΡΟΣ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ
ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΥΣ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΥΠΟΦΕΡΟΥΝ
ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ
ΚΑΙ ΑΙΩΝΙΟΣ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΑΓΑΠΟΥΝ

HENRY VAN DYKE